- ἡμιχόριον
- ἡμιχόριονhalf-chorusneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημιχόριον — ἡμιχόριον, τὸ (Α) το μισό μέρος τού χορού, καθένα από τα δύο ισομερή τμήματα στα οποία διαιρείται ο χορός τού αρχαίου δράματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημί * + χορός] … Dictionary of Greek
ἡμιχορίου — ἡμιχόριον half chorus neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιχόρια — ἡμιχόριον half chorus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek